- χολήβαφος
- χολήβᾰφος, ον,A bile-coloured, of persons, Aret.SD1.13 (vulg. χλοήβαφος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χολήβαφος — και χολόβαφος και χολοίβαφος, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής χολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βαφος (< βάπτω), πρβλ. κοκκινό βαφος. Ο τ. χολοίβαφος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
χολοίβαφος — ον, Α βλ. χολήβαφος … Dictionary of Greek
χολόβαφος — ον, Α βλ. χολήβαφος … Dictionary of Greek